οινοπνευματοπώλης

οινοπνευματοπώλης
ο продавец спирта

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "οινοπνευματοπώλης" в других словарях:

  • οινοπνευματοπώλης — ο αυτός που πωλεί οινόπνευμα και οινοπνευματώδη ποτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνόπνευμα + πώλης (< πωλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • οινοπνευματοπωλείο — το κατάστημα πώλησης οινοπνεύματος και οινοπνευματωδών ποτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνοπνευματοπώλης. Η λ., στον λόγιο τ. οἰνοπνευματοπωλεῖον, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»